ιθύς

ιθύς
(I)
ἰθύς, -εῑα, -ύ, θηλ. και ιθέα (ΑΜ)
1. ευθύς, ίσιος
2. δίκαιος, σωστός, ειλικρινής
μσν.
φρ. «ἐς τὸ ἰθύ» — επί τού θέματος
αρχ.
1. (το αρσ. και το ουδ. ως επίρρ.) ἰθύς και ἰθύ
α) τοπ. κατευθείαν εναντίον κάποιου
β) χρον. αμέσως, ευθύς, παρευθύς
2. (το θηλ. στην αιτ. ως επίρρ.) ἰθεῑαν
κατευθείαν
3. φρ. α) «ἰθέῃ τέχνῃ» — αμέσως, ευθύς
β) «ἐκ τῆς ἰθείης» — απευθείας, φανερά, στα ίσα.
επίρρ...
ἰθέως (Α)
1. (για τόπο) κατευθείαν
2. (για χρόνο) αμέσως, χωρίς χρονοτριβή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἰθύς συνδέεται ετυμολογικά και σημασιολογικά με αρχ. ινδ. sādhu- «ευθύς, δίκαιος», sādhati, sādhnoti «πετυχαίνω τον στόχο μου» και ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *se[i]dh-, *sīdh- «πετυχαίνω κατευθείαν τον στόχο μου». Ο τ. ἰθύς, όπως και το εὐθύς* με το οποίο συνδέεται, χρησιμοποιήθηκε και ως επίρρ. αντί τών σπανιότερων τ. ἰθύ, ἰθέως. Ο τ., τέλος, τού υπερθ. τού επιρρ. ἰθύντατα πιθ. να σχηματίστηκε κατά το ρ. ιθύνω.
ΠΑΡ. ιθύνω
αρχ.
ιθύς (η), ιθύτης, ιθύω.
ΣΥΝΘ. ιθύφαλλος
αρχ.
ιθύβιος, ιθυβόλος, ιθύγραμμος, ιθυδίκης, ιθύδικος, ιθυδρόμος, ιθύθριξ, ιθυκέλευθος, ιθυκρήδεμνος, ιθυκτέανος, ιθυκυφής, ιθύκυφος, ιθύλορδος, ιθυμάχος, ιθύνους, ιθυπόρος, ιθυπτίων, ιθύρροπος, ιθυσκόλιος, ιθυτενής, ιθυτμής, ιθύτομος, ιθύτονος, ιθυτρεχής, ιθυφανής, ιθύφρων, ιθυωρίη].
————————
(II)
ἰθύς, -ύος, ἡ (Α)
1. πορεία σε ευθεία γραμμή
2. (γενικώς) πορεία
3. πράξη που απαιτεί ταχεία εκτέλεση
4. κλίση, διάθεση, επιθυμία
5. φρ. «ἀν' ἰθύν» — κατευθείαν προς τα πάνω, ψηλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επίθ. ἰθύς, από το οποίο διαφοροποιείται (το ἰθύς, η δεν αποτελεί δηλ. ουσιαστικοποιημένο θηλ. τού επιθ. ἰθύς) λόγω τού μακρού -υ- τής λ. έναντι τού βραχέος τού επιθ.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἰθύς — εὐθύς 1 straight masc nom sg ἰθύς 1 straight indeclform (adverb) ἰθύς 1 straight masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰθύτερον — ἰθύς 1 straight masc acc sg ἰθύς 1 straight neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰθυτέρη — ἰθύς 1 straight fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰθύτεραι — ἰθύς 1 straight fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰθύτερος — ἰθύς 1 straight masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευθύς — εία, ύ (ΑΜ εὐθύς, εῑα, ύ, Α ιων. και επικ. τ. ἰθύς) 1. αυτός που έχει τη διεύθυνση τής ευθείας γραμμής, αυτός που δεν λυγίζει ούτε αλλάζει κατεύθυνση (α. «ευθύς οδός» β. «εὐθὺν δὲ πλόον καμάτων ἐκτὸς ἐόντα δίδοι», Πίνδ.) 2. (με ηθ. έννοια)… …   Dictionary of Greek

  • ἰθέα — εὐθύς 1 straight neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἰθέᾱ , εὐθύς 1 straight fem nom/voc/acc dual (epic ionic) εὐθύς 1 straight fem nom/voc sg (epic ionic) ἰθύς 1 straight neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἰθέᾱ , ἰθύς 1 straight fem nom/voc/acc… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰθύ — εὐθύς 1 straight masc voc sg εὐθύς 1 straight neut nom/voc/acc sg ἰθύς 1 straight indeclform (adverb) ἰθύς 1 straight masc voc sg ἰθύς 1 straight neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰθείας — ἰθείᾱς , εὐθύς 1 straight fem acc pl ἰθείᾱς , εὐθύς 1 straight fem gen sg (doric aeolic) ἰθείᾱς , ἰθείη fem acc pl ἰθείᾱς , ἰθείη fem gen sg (attic doric aeolic) ἰθείᾱς , ἰθύς 1 straight fem acc pl ἰθείᾱς , ἰθύς 1 straight fem gen sg (doric …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰθέας — ἰθέᾱς , εὐθύς 1 straight fem acc pl (epic ionic) εὐθύς 1 straight masc acc pl (epic ionic) ἰθέᾱς , ἰθύς 1 straight fem acc pl (epic ionic) ἰθύς 1 straight masc acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”